υστερομανία

υστερομανία
η, Ν
μητρομανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υστέρα «μήτρα» + -μανία (< -μανής < μαίνομαι), πρβλ. μητρο-μανία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υστερομανία — η η σεξουαλική ακράτεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”